αναστολέας

αναστολέας
ο [αναστέλλω]
(γενικά) αυτός πού αναστέλλει κίνηση, λειτουργία ή διαδικασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναστολέας — ο κάθε όργανο που χρησιμεύει για αναστολή (βλ. λ.): Για τη μείωση της ταχύτητας η συσκευή είχε αναστολέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυτοχαλασίνη — Ομάδα αντιβιοτικών που απομονώνονται από τους μύκητες και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία δράσεων. Τα αποτελέσματα της δράσης αυτών των ουσιών είναι αντιστρεπτά και εξαφανίζονται με την απομάκρυνσή τους. Η κ. Α παρεμποδίζει τη μεταφορά γλυκόζης και… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • μαλαθείο — Οργανοφωσφορική ένωση του τύπου C10H19O6PS2· είναι επίσης γνωστή με διάφορες εμπορικές ονομασίες, όπως μερκαπτοθείο, μάλντισον κ.ά. Είναι κίτρινο υγρό, με υψηλό σημείο βρασμού και διαλύεται στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, αλλά είναι… …   Dictionary of Greek

  • παρεμποδιστής — ο χημ. ουσία, η παρουσία τής οποίας σε μικρές συνήθως συγκεντρώσεις διακόπτει ή επιβραδύνει την εξέλιξη μιας χημικής αντίδρασης, αλλ. αναστολέας …   Dictionary of Greek

  • πινδολόλη — η, Ν (φαρμ.)συνθετικό φάρμακο, αναστολέας τών β αδρενεργικών υποδοχέων τού μυοκαρδίου, που χρησιμοποιείται για την θεραπεία τής αρτηριακής υπέρτασης και τών διαταραχών τού καρδιακού ρυθμού …   Dictionary of Greek

  • φαινελζίνη — η, Ν (φαρμ.) συνθετικός αναστολέας τής μονοαμινοξειδάσης, χρησιμοποιούμενος ως αντικαταθλιπτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenelzine] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”